- θύιος
- θύοςburnt sacrificegen sg (epic doric)θύοςburnt sacrificeneut gen sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Θυῖε — Θυῖος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θυῖον — Θυῖος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύω — (I) (ΑΜ θύω) προσφέρω θυσία, θυσιάζω νεοελλ. μτφ. 1. καταστρέφω, αφανίζω, εξοντώνω 2. φρ. α) «θύω στον Βάκχο» μεθώ, πίνω υπερβολικά β) «θύω στην Αφροδίτη» παραδίδομαι σε σαρκικές απολαύσεις γ) «θύω και απολλύω» i. κάνω μεγάλες καταστροφές ii.… … Dictionary of Greek
Θυίοισ' — Θυί̱οισι , Θυῖα neut dat pl (epic ionic aeolic) Θυί̱οισι , Θυῖος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θυίων — Θυί̱ων , Θυῖα neut gen pl Θυί̱ων , Θυῖος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)